παρενόχληση

παρενόχληση
η
1. ελαφρά και συνεχής παρεμπόδιση κάποιου στην εργασία του.
2. διατάραξη της ησυχίας κάποιου.
3. εικονική στρατιωτική επίθεση κατά του εχθρού με σκοπό να μην ησυχάζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρενόχληση — η / παρενόχλησις, ήσεως, ΝΑ [παρενοχλώ] η διατάραξη τής ησυχίας κάποιου, η ενόχληση κατά την διάρκεια τής εργασίας κάποιου νεοελλ. στρ. «παρενόχληση τού εχθρού» η παρεμπόδιση τών προσπαθειών τού εχθρού με μικρές, σύντομες και αιφνιδιαστικές… …   Dictionary of Greek

  • έλας — (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Ένοπλες δυνάμεις της αντιστασιακής οργάνωσης EAM κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, που αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ανταρτική δύναμη στα χρόνια της Κατοχής. Ο πρώτος πυρήνας του μελλοντικού… …   Dictionary of Greek

  • νίλα — η 1. μεγάλη συμφορά, ζημία, φθορά, καταστροφή («πάθαμε νίλα με την ανομβρία φέτος») 2. (ειδ. στον στρατό) νίλα ή νίλες οι διάφοροι μικροβασανισμοί και οι αγγαρείες που επιβάλλουν οι παλαιότεροι στρατιώτες στους νεοσύλλεκτους με σκοπό την… …   Dictionary of Greek

  • παραλύπησις — ήσεως, ἡ, Μ [παραλυπώ] παρενόχληση …   Dictionary of Greek

  • παρενόχλημα — το, ΜΑ [παρενοχλώ] η παρενόχληση («πανοίκιος... συναναιρεθεὶς ὡς περιττὸν ἄχθος καὶ παρενόχλημα», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • σταύρωμα — το, ΝΜΑ [σταυρῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ο σχηματισμός τού σημείου τού σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα 2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση 3. η πρώτη σχηματοποίηση τού εμβρύου τών πτηνών στα αβγά 4. τεχνολ. η αλλαγή τής θέσης τών ελαστικών στα …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Κλίντον, Μπιλ — (William Jefferson Klinton, Χόουπ, Αρκάνσας 1946 –). Αμερικανός πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1992 2000). Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια Τζόρτζταουν, Όξφορντ και Γέιλ, ενώ δίδαξε νομικά ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Αρκάνσας (1974 76).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”